- πυορροώ
- (ε) αμετ. гноиться, выделять гной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυορροώ — έω, Α εκρέω πύον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύον + ρροῶ (< ρρους < ῥέω), πρβλ. φυλλο ρροώ] … Dictionary of Greek
διαπυώ — (Α διαπυῶ, έω) προκαλώ διαπύηση, κάνω κάτι πυώδες (αμτθ.) γίνομαι πυώδης, πυορροώ … Dictionary of Greek
ιχωρορροώ — ἰχωρορροῶ, έω (Α) βγάζω ιχώρα, ορό, πυώδη ύλη, πυορροώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ρροῶ (< ρρους < ρούς), πρβλ. αιμο ρροώ, φυλλο ρροώ] … Dictionary of Greek
πυόρροια — η, ΝΑ εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea] … Dictionary of Greek